συγκύψαντες

συγκύψαντες
συγκύπτω
bend forwards
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγκύπτω — Α [κύπτω] 1. σκύβω προς τα εμπρός και προς τα κάτω και ενώνω το κεφάλι μου με το κεφάλι άλλων 2. πλησιάζω κάτι σκύβοντας 3. γέρνω προς τα εμπρός, καμπουριάζω σαν να είμαι πολύ φορτωμένος 4. κλίνω καταφατικά το κεφάλι μου και εγώ μαζί με άλλους,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”